προυπάρχοντα

προυπάρχοντα
προυπάρχοντα , προυπάρχω
take the initiative in
pres part act neut nom/voc/acc pl
προυπάρχοντα , προυπάρχω
take the initiative in
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • επικτίζω — ἐπικτίζω (AM) 1. χτίζω ξανά πάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια («καλοῦσι δὲ παλαιὰν Ἐρέτριαν, ἡ δὲ νῦν ἐπέκτισται», Στράβ.) Ι μσν. κτίζω ως προσθήκη ανυψώνοντας κτίσμα αρχ. ιδρύω, χτίζω («πόλεις ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔονεσι», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • εποικοδομώ — (AM ἐποικοδομῶ, έω) οικοδομώ, χτίζω επάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια ή οικοδομή (α. «ἐποικοδομήσαντες δὲ αὐτὸ οἱ Ἀθηναῑοι ὑψηλότερον τὸ τεῑχος» β. «ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῑδος μονίμου ἐποικοδομεῑν δυνατόν») αρχ. μσν. 1. ανοικοδομώ («ἐπῳκοδόμει δὲ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • εποικοδόμημα — το (AM ἐποικοδόμημα) συνέχιση και ολοκλήρωση οικοδομής σε προϋπάρχοντα θεμέλια ή τοίχους νεοελλ. 1. περαιτέρω ανάπτυξη 2. το σύνολο τών θεσμών, τών αρχών, τών ιδεών μιας κοινωνίας …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”